- ξενοκρατικός
- -ή, -ό [ξενοκρατία]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξενοκρατία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξενοκρατικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξενοκρατία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)